Κάρμεν

Κάρμεν
(Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 1905. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 12,2 και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 9,09. Διεθνώς ονομάζεται Carmen 558.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Γκάιτε, Κάρμεν Μαρτίν — (Carmen Martin Gaite, Σαλαμάνκα 1925 – Μαδρίτη 2000). Ισπανίδα φιλόλογος και λογοτέχνης. Έγραψε κυρίως μυθιστορήματα, ενώ παράλληλα μετέφρασε στην ισπανική γλώσσα έργα των Φλομπέρ και Έμιλι Μπροντέ. Στα ισπανικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη… …   Dictionary of Greek

  • Μάουρα, Κάρμεν — (Carmen Maura, Μαδρίτη 1946 –). Ισπανίδα ηθοποιός. Ξεκίνησε την καριέρα της με εμφανίσεις σε καμπαρέ και καφεθέατρα. Θεωρείται ανακάλυψη του Πέδρο Αλμοδόβαρ, αφού με την βοήθειά του μεταπήδησε αρχικά στην τηλεόραση και αργότερα στον κινηματογράφο …   Dictionary of Greek

  • Μπιζέ, Ζορζ — (George Bizet, Παρίσι 1838 – Μπουζιβάλ 1875). Γάλλος συνθέτης. Μπήκε στο Ωδείο του Παρισιού το 1848. Το 1857 νίκησε, μαζί με τον Σαρλ Λεκόκ, σε ένα διαγωνισμό που είχε προκηρύξει ο Όφενμπαχ για τη μελοποίηση της οπερέτας Le Docteur miracle· τον… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • όπερα — Σκηνική δράση που βασίζεται σε ένα λιμπρέτο ολόκληρο μελοποιημένο. Αν και έχει κάποια μακρινή σχέση τόσο με τα μεσαιωνικά θρησκευτικά μυστήρια, που παρίσταναν πάθη και θαύματα, όσο και με θεάματα καθαρά κοσμικού περιεχόμενου, όπως μασκαράτες,… …   Dictionary of Greek

  • Μεριμέ, Προσπέρ — (Prospere Merimee, Παρίσι 1803 – Κάνες 1870). Γάλλος συγγραφέας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια και ήταν προικισμένος με πολλά ενδιαφέροντα (ιστορία, αρχαιολογία, φιλοσοφία), γνωρίζοντας λαμπρές κοινωνικές και λογοτεχνικές επιτυχίες· υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Benjamin de Lesbos — (en grec : Βενιαμίν Λέσβιος; Plomari, île de Lesbos, 1759 ou 1762 – Nauplie, 1824), de son vrai nom Basile Georgandis, est un moine et érudit grec, membre de la Filikí Etería, ayant joué un rôle politique durant la guerre d indépendance… …   Wikipédia en Français

  • χαμπανέρα — Χορός πιθανότατα κουβανικής ή αφροκουβανικής καταγωγής. H ονομασία του προέρχεται από το όνομα της πρωτεύουσας της Κούβας Αβάνας. Ο χορός διαδόθηκε πολύ στις ισπανόγλωσσες χώρες και ήταν αρκετά δημοφιλής τον 19o αι., χάρη κυρίως στις συνθέσεις… …   Dictionary of Greek

  • Βακαρέσκο, Ελένη — (Helene Vacaresco, Βουκουρέστι 1866 – Παρίσι 1947). Ρουμάνα ποιήτρια, κόρη του πρεσβευτή της Ρουμανίας Ιωάννη Β’. Ήδη σε πολύ νεαρή ηλικία, διετέλεσε δεσποινίς επί των τιμών της βασίλισσας Ελισάβετ, η οποία, καθώς ήταν επίσης ποιήτρια (γνωστή με… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”